- ὁμοζηλία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,25common zeal for [τινος]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὁμοζηλία — ὁμοζηλίᾱ , ὁμοζηλία common zeal fem nom/voc/acc dual ὁμοζηλίᾱ , ὁμοζηλία common zeal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοζηλία — ὁμοζηλία, ἡ (Α) [ομόζηλος] το να έχει κάποιος τον ίδιο ζήλο («ἡ γὰρ ὁμοζηλία τῆς καλοκαγαθίας ἐπέτεινεν... τὴν... ὁμόνοιαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek